- ἔκτιμος
- ἔκτῑμος , ἔκτιμοςwithout honourmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκτιμος — ἔκτιμος, ον (Α) 1. ο χωρίς τιμή, αυτός που δεν προσφέρει την πρέπουσα τιμή 2. αυτός που τιμά κάποιον ιδιαίτερα 3. εξαιρετικά έντιμος, πολύ εκτιμώμενος 4. αυτός για τον οποίο ορίστηκε τίμημα που πρέπει να πληρώσει … Dictionary of Greek
ἔκτιμον — ἔκτῑμον , ἔκτιμος without honour masc/fem acc sg ἔκτῑμον , ἔκτιμος without honour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτίμους — ἐκτί̱μους , ἔκτιμος without honour masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκτιμα — ἔκτῑμα , ἔκτιμος without honour neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)